- αποδιάλεγμα
- το1. η διαλογή2. αυτό που απομένει μετά τη διαλογή, το αποδιαλεγούδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποδιάλεγμα — το, ατος και αποδιαλεγούδι, το ιού, αυτό που μένει ύστερα από τη διαλογή, το απομεινάρι, το σκάρτο: Αυτά που είχαν αφήσει για μας ήταν τ’ αποδιαλέγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)